7 Οκτωβρίου 2012, σύμπτωση, η μέρα που ξεκίνησα δουλειά είκοσι χρονιά πριν, τα τερτίπια του μυαλού με οδηγούν στο κοιμητήριο του Αγίου Νικολάου. Η ιστορία που μου αφηγήθηκε η Κυρία Νεφέλη για τον Γιώργο Μουσκή, τον «μάστρο», όπως τον αποκαλεί είναι αληθινή. Όπως αληθινή είναι και η νοητή αγκαλιά της οικογένειας που νιώθουν παλαιοί και νέοι συνάδελφοι, ακόμα και πολλοί από αυτούς που έχουν αποχωρήσει, όπως η κυρία Νεφέλη.
Την είδα να ψαχουλεύει το χώμα στο παλιό κοιμητήριο του Αγίου Νικολάου, στον φρεσκοκομμένο τάφο της μάνας και του πατερά μου. Απομάκρυνε προσεκτικά τα σαλιγκάρια από τα φύλλα του βασιλικού, που φύτεψε η αδελφή μου ένα μηνά πριν. Τα σαλιγκάρια δεν κάνουν καλό στα φύλλα. Δεν κάνουν όμως κακό σε κανένα. Γιατί να τα πατήσεις?
- Κυρία Νεφέλη. Τι κάνεις εδώ?
- Ανάβω το καντήλι και φεύγω. Το κάνω συχνά αυτό. Σάμπως και έχω κάτι καλύτερο να κάνω? Κάθε φορά που έρχομαι για τον άντρα μου περνώ και από τον «μάστρο», είπα να περάσω και από τους δικούς σου. Παίρνω σβάρνα γνωστούς και παλιούς συνάδελφους. Οικογένεια μου είστε όλοι.
- Σαν πολύ λίγες ώρες δεν περνάς με τους ζωντανούς κυρία Νεφέλη?
- Στην ηλικία μου πιο ζωντανές είναι οι αναμνήσεις από όλους τους ζωντανούς γιε μου.
- …..
- Ήσουν και εσύ εκεί, θα σου ξαναπώ την ιστορία. Σου την είπα για πρώτη φορά όταν πέθανε ο «μάστρος». Θα ήταν το 1992, κάπου εκεί, έτσι και αλλιώς το χρόνο πια τον μετρώ σε δεκαετίες. Ήταν πάντως στις αρχές που άνοιξε το ξενοδοχείο γιατί θυμάμαι ακόμα την μυρωδιά από τους φρεσκοβαμμένους τοίχους.
- Αυτό που μυρίζεις είναι η μπογιά από το ανακαινισμένο ψωμάδικο απέναντι. Κάνει ωραία ψωμιά. Κρίμα που δεν μπορούν να τα δοκιμάσουν πια εδώ.
- ………..
- Λοιπόν!
- Πήγε 11 το βραδύ, καθάριζα κατσαρόλες στην κουζίνα και είχα πλαντάξει στο κλάμα. Τα προβλήματα πολλά, είχα χάσει τον άντρα μου, ο γιος μου σπούδαζε στο εξωτερικό, λεφτά δεν είχα να του στείλω. Μια ζωή στο μεροκάματο, καθάριζα τόσες τουαλέτες τότε όσα είναι τα χρονιά μου τώρα. Πήρα προαγωγή όμως, θα έπλενα πλέον κατσαρόλες. Εκεί ήταν που πέρασε ο μακαρίτης. Με είδε, προσπέρασε βιαστικά αλλά κοντοστάθηκε. Γύρισε πίσω και με πιάνει απαλά από το μπράτσο.
- Τι έχεις? Γιατί κλαις?
- Τα είπα για ακόμα μια φορά. Τα είπα τόσες φορές μέχρι τότε που και ο Θεός θα χασμουριέται όταν μιλώ. Με κοίταξε σκεφτικός.
- «Περίμενε εδώ», μου είπε, και χάθηκε στους διάδρομους του ξενοδοχείου. Είχα σχεδόν τελειώσει όταν επέστρεψε κρατώντας μερικά χαρτονομίσματα, λίρες ήταν τότε, και μου τα έβαλε στο χέρι.
- «Πάτρα και μην πεις σε κανένα τίποτα». Την ιστορία την είπα για πρώτη φορά στην κηδεία του μερικά χρονιά αργότερα. Αποφάσισα από εκείνο το βραδύ ότι αυτή θα ήταν και η τελευταία μου δουλειά. Δεν έκανα άσχημα. Εκτός από δουλειά, έγινε και οικογένεια μου. Βλέπεις, έχω πολλά να θυμηθώ κάθε φορά που έρχομαι εδώ. Στο ξενοδοχείο εργάστηκα λιγότερο από δέκα χρονιά. Αλώστε ήμουν μεγάλη για να μείνω περισσότερο. Δέκα χρονιά, λιγότερα από όσο εργάστηκα στα περισσότερα ξενοδοχεία, στις λάντζες, στα μαγειρειά. Μετά σταμάτησα, δεν έφυγα όμως ποτέ.
- …..
- Ξέρεις κάτι? Έχεις δίκαιο για το ψωμί. Ειδικά όταν είναι ζεστό. Τουλάχιστον εμείς μπορούμε να το δοκιμάσουμε.
- Πάμε.